- ατρύφερος
- ἀτρύφερος, -ον (Α)1. αυτός που δεν είναι μαλθακός2. απλός, απέριττος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀτρύφερος — not delicate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρύφερον — ἀτρύφερος not delicate masc/fem acc sg ἀτρύφερος not delicate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτρυφος — ἄτρυφος, ον (Α) 1. αυτός που δεν θρυμματίζεται 2. ατρύφερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρυφή < (θ.) *θρυφ του θρύπτω («θραύω, συντρίβω, εξασθενώ»), με ανομοίωση δασέων] … Dictionary of Greek